- προσανεθέμην
- положился я
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
προσανεθέμην — προσανατίθεμαι aor ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)